- ταλαύρινος
- -ον, Α1. (συν. ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.)2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινονα) με δύναμη, ισχυράβ) καρτερικά («τό μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», Ομ. Ιλ.)3. φρ. «ταλαύρινος χρως» — χοντρό, ανθεκτικό δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταλαύρινος < *ταλαFρινος είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ταλα με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα τής δισύλλαβης ρίζας *telā- «σηκώνω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) και β' συνθετικό τού τ. ῥινός (< *Fρινός) «δέρμα»].
Dictionary of Greek. 2013.