ταλαύρινος

ταλαύρινος
-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον
α) με δύναμη, ισχυρά
β) καρτερικά («τό μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ταλαύρινος χρως» — χοντρό, ανθεκτικό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταλαύρινος < *ταλαFρινος είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ταλα με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα τής δισύλλαβης ρίζας *telā- «σηκώνω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) και β' συνθετικό τού τ. ῥινός (< *Fρινός) «δέρμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταλαύρινος — ταλαύρῑνος , ταλαύρινος bearing a shield of bull s hide masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαύρινον — ταλαύρῑνον , ταλαύρινος bearing a shield of bull s hide masc/fem acc sg ταλαύρῑνον , ταλαύρινος bearing a shield of bull s hide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαυρίνου — ταλαυρί̱νου , ταλαύρινος bearing a shield of bull s hide masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • u̯er-7 (*su̯er-) —     u̯er 7 (*su̯er )     English meaning: to tear     Deutsche Übersetzung: “aufreißen, ritzen”     Note: base for extensions:     Material: A. u̯erd : Av. varǝdva ‘soft, lax “, O.C.S. vrědъ, Russ. véred “wound”; u̯red : O.Ind. avradanta ‘sie… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”